κατακλίνω

κατακλίνω
(AM κατακλίνω)
1. βάζω κάτι σε πλαγιαστή θέση («δόρυ κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ», Ομ. Οδ.)
2. βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί («ἡ δὲ παιδίον κατέκλινε», Αριστοφ.)
3. μέσ. κατακλίνομαι
ξαπλώνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω
μσν.
μτφ. παίρνω τον κατήφορο
αρχ.
1. βάζω ασθενή στο ιερό τού Ασκληπιού για να γιατρευτεί («κατακλίνειν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῡ κράτιστόν ἐστι», Αριστοφ.)
2. γέρνω κάτι προς τα κάτω («ἕως ἂν κατακλίνῃ ὁ ἐλέφας τοὺς φοίνικας», Αριστοτ.)
3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω
4. καταβάλλω («τύραννον... κατακλῑναι», Θέογν.)
5. μέσ. α) παρακάθημαι σε γεύμα
β) παίρνω θέση στο ανάκλιντρο δίπλα σε κάποιον («παρ' Ἐρυξίμαχον κατακλίνου», Πλάτ.)
γ) (για το έδαφος) είμαι κατηφορικός
δ) (για τον ήλιο) δύω
ε) (για τα μάτια τού κάβουρα) στρέφομαι πλάγια («καὶ ὀφθαλμούς... οὐδὲ κατακλινομένους», Αριστοτ.)
στ) (για ασθενή) πέφτω άρρωστος
6. παθ. υποτάσσομαι
7. φρ. «κατακλίνομαι εἰς τὰ γόνατα» — γονατίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κλίνω «γέρνω κάτι, πλαγιάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακλίνω — κατακλί̱νω , κατακλίνω lay down aor subj act 1st sg κατακλί̱νω , κατακλίνω lay down pres subj act 1st sg κατακλί̱νω , κατακλίνω lay down pres ind act 1st sg κατακλί̱νω , κατακλίνω lay down aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλινῶ — κατακλῐνῶ , κατακλίνω lay down aor subj pass 1st sg (attic epic doric) κατακλῐνῶ , κατακλίνω lay down fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεκλιμέναι — κατακλίνω lay down perf part mp fem nom/voc pl κατακεκλιμένᾱͅ , κατακλίνω lay down perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεκλιμένον — κατακλίνω lay down perf part mp masc acc sg κατακλίνω lay down perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεκλιμένων — κατακλίνω lay down perf part mp fem gen pl κατακλίνω lay down perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεκλιμένη — κατακλίνω lay down perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεκλιμένην — κατακλίνω lay down perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεκλιμένης — κατακλίνω lay down perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεκλιμένοι — κατακλίνω lay down perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεκλιμένοις — κατακλίνω lay down perf part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”